γλείψιμο

γλείψιμο
το см. γλειψιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γλείψιμο" в других словарях:

  • γλείψιμο — το 1. η γλειψιά. 2. η κολακεία: Πήρε προαγωγή με γλείψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλείψιμο — το [γλείφω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού γλείφω* 2. η κολακεία …   Dictionary of Greek

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • ανάγλειμμα — το [αναγλείφω] 1. γλείψιμο τών χειλιών με τη γλώσσα 2. φαγώσιμο που τό έγλειψε φίδι, σαύρα ή ποντικός και το οποίο, όταν τρώγεται, προκαλεί φλόγωση στα χείλη και στη γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • γλείμμα — το [γλείφω] 1. γλείψιμο 2. αυτό που γλείφει κάποιος 3. τρυφερή χλόη …   Dictionary of Greek

  • γλειψιά — η το γλείψιμο* …   Dictionary of Greek

  • είξη — η [λείχω] γλείψιμο …   Dictionary of Greek

  • κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… …   Dictionary of Greek

  • στοματικός — ή, ό / στοματικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα») νεοελλ. φρ. α) «στοματικό κύτταρο» βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»